- αντιαλκοολικός
- -ή, -όαυτός που καταπολεμά τον αλκοολισμό: Μερικά κράτη άρχισαν να παίρνουν αντιαλκοολικά μέτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιαλκοολικός — ή, ό ο στρεφόμενος κατά του αλκοολισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + αλκοολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις, στη φρ. «αντιαλκοολική διδασκαλία»] … Dictionary of Greek